μονοκράτωρ

μονοκράτωρ
μονο-κράτωρ, ορος, ὁ, Alleinherrscher

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονοκράτωρ — ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) βλ. μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοκράτορας — και μονοκράτωρ, ο (Μ μονοκράτωρ, ορος) απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης μσν. ανώτατος διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. μεγαλο κράτωρ.] …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορία — η (Μ μονοκρατορία) [μονοκράτωρ] η απόλυτη κυριαρχία τού ενός, η μοναρχία …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορεύω — (Μ) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • μονοκρατορώ — (Μ μονοκρατορῶ, έω) [μονοκράτωρ] είμαι μονοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • ՀՈՄԻՇԽԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0119 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. Իշխանակից. գործակից իշխանութեան. *Գործք շմուէլի անարժան հոմիշխանին մեծին սահակայ. Խոր. ՟Գ. 66: *Ինքնագործ՝ հոմիշխան երկուցն եւս ընդ նմին. Նար. ՟Լ՟Դ: *Եղիցես ընդ իս միաբան բնակել հոմիշխան. Պտմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”